Ἡρακλείαι

Ἡρακλείαι
Ἡρακλείᾱͅ , Ἡράκλειος
of Heracles
fem dat sg (attic doric aeolic)
Ἡρακλείᾱͅ , Ἡρακλεία
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἡράκλειαι — Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc pl Ἡρακλεία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡράκλει' — Ἡράκλεια , Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλεια , Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλειε , Ἡράκλειος of Heracles masc voc sg Ἡράκλειε , Ἡράκλειος of Heracles masc/fem voc sg Ἡράκλειαι , Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”